αμήν
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
Greek Monolingual
(άκλιτο) (Α ἀμήν)
1. (στην ΚΔ ως επίρρ.) αληθώς, πράγματι
2. (ως κατακλείδα εκκλησιαστικών ευχών και εκφωνήσεων
στα Νεοελληνικά και ως απάντηση στην ευχή που εκφράζει κάποιος) είθε, γένοιτο, μακάρι
νεοελλ.
ως ουσ. το αμήν
α) τέλος, αποκορύφωμα, απροχώρητο
β) φρ. «έφθασα στο αμήν», έφθασα στο έσχατο σημείο, στο όριο της υπομονής μου, στο απροχώρητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. < εβρ. ᾱmēn «βεβαιότητα, αλήθεια» και επίρρ. «πράγματι, αλήθεια» και (ως ευχή) «είθε» (< ρ. ᾱman «ενισχύω, επιβεβαιώνω»)].