ἀναπαυτήριος

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

German (Pape)

[Seite 201] dasselbe, Xen. Mem. 4, 3, 3 νὺξ ἀναπαυτήριον κάλλιστον.

Greek Monolingual

-ια, -ιο (Α ἀναπαυτήριος και ἀναπαυστήριος και ιων. ἀμπαυστήριος, -ον) ἀναπαύω
1. ο κατάλληλος για ανάπαυση
2. το ουδ. ως ουσ. το αναπαυτήριο(ν) α) τόπος για ανάπαυση, ησυχαστήριο
β) σάλπισμα που παραγγέλλει σιγή και ύπνο, σιωπητήριο (στα αρχ. «παράγγελμα με σάλπισμα για διακοπή, στάση»)
νεοελλ.
«αναπαυτήριο κλίμακος», σκαλοπάτι πλατύτερο από τα υπόλοιπα για σύντομη ανάπαυση αυτών που ανεβαίνουν, πλατύσκαλο.