μελίεφθος
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
German (Pape)
[Seite 122] in Honig gekocht; Arr. Peripl. sind μελίεφθα als indische Waaren erwähnt.
Greek (Liddell-Scott)
μελίεφθος: -ον, (ἕψω) ἑφθός, ἡψημένος ἐν μέλιτι, Ἀρρ. Περίπλ. σελ. 4 καὶ 6.
Greek Monolingual
μελίεφθος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ψηθεί μέσα σε μέλι
2. το ουδ. ως ουσ. το μελίεφθον
σκεύος για το μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ἑφθός (< ἕψω «ψήνω»), πρβλ. ημί-εφθος, πολύ-εφθος].