αναγνωστικός
From LSJ
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀναγνωστικός, -ή, -όν) ἀνάγνωσις
1. ο σχετικός με την ανάγνωση
2. αυτός που αγαπά την ανάγνωση, ο φιλαναγνώστης
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το αναγνωστικό
α) βιβλίο που χρησιμοποιείται στην κατώτερη εκπαίδευση για άσκηση στην ανάγνωση
β) βιβλίο με λογοτεχνικά και άλλα κείμενα, που χρησιμοποιείται στην τάξη για τη γλωσσική, αισθητική ή ηθική αγωγή τών μαθητών
αρχ.
ο ικανός ή ο κατάλληλος για ανάγνωση.