έσπερος
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Greek Monolingual
ἕσπερος, -ον, θηλ. και ἑσπέρα (Α)
1. ο εσπερινός, ο βραδινός («ἕσπερος ἀστήρ», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που βρίσκεται προς τα δυτικά («ἕσπεροι τόποι», Καλλ.)
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἕσπερος
α) (ενν. αστήρ) ο πλανήτης Αφροδίτη
β) η εσπέρα, το βράδυ («μέλας ἐπί ἕσπερος ἧλθε», Ομ. Οδ.)
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἕσπερος
α) (ενν. γη) αυτή που βρίσκεται προς τα δυτικά («ἀφ' ἑσπέρου», Καλλ.)
β) το βράδι, η βραδινή ὥρα («ἐρεμνὴ ἕσπερος», Απολλ. Ρόδ.)
5. φρ. α) «ἕσπερος θεός» — ο θεός του σκότους, ο Άδης ή ο θάνατος
β) (για ηλικία) «τί δ' ἕσπερός ἐστι γυναικῶν» — ποιά είναι η ώριμη ηλικία για τις γυναίκες
γ) «ἑσπέρου κέρας» — ακρωτήριο της Αφρικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εσπέρα].