Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

έσπερος

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120

Greek Monolingual

ἕσπερος, -ον, θηλ. και ἑσπέρα (Α)
1. ο εσπερινός, ο βραδινόςἕσπερος ἀστήρ», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που βρίσκεται προς τα δυτικά («ἕσπεροι τόποι», Καλλ.)
3. το αρσ. ως ουσ. ἕσπερος
α) (ενν. αστήρ) ο πλανήτης Αφροδίτη
β) η εσπέρα, το βράδυμέλας ἐπί ἕσπερος ἧλθε», Ομ. Οδ.)
4. το θηλ. ως ουσ. ἕσπερος
α) (ενν. γη) αυτή που βρίσκεται προς τα δυτικά («ἀφ' ἑσπέρου», Καλλ.)
β) το βράδι, η βραδινή ὥρα («ἐρεμνὴ ἕσπερος», Απολλ. Ρόδ.)
5. φρ. α) «ἕσπερος θεός» — ο θεός του σκότους, ο Άδης ή ο θάνατος
β) (για ηλικία) «τί δ' ἕσπερός ἐστι γυναικῶν» — ποιά είναι η ώριμη ηλικία για τις γυναίκες
γ) «ἑσπέρου κέρας» — ακρωτήριο της Αφρικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εσπέρα].