επένθεση

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM ἐπένθεσις) επεντίθημι
1. παρεμβολή ανάμεσα
2. η ανάπτυξη μέσα σε λέξη ή ομάδα φωνημάτων ενός φωνήματος (που δεν έχει ετυμολογική προέλευση)
νεοελλ.
η μετατόπιση του j πριν από τον έρρινο, υγρό ή συριστικό φθόγγο που προηγείται και ο σχηματισμός διφθόγγου με το προηγούμενο φωνήενφανjω)> φαίνω, καθαρjω > καθαίρω»)
αρχ.
επίθεση, τοποθέτηση φαρμάκου πάνω σε πληγή.