επένθεση
Greek Monolingual
η (AM ἐπένθεσις) επεντίθημι
1. παρεμβολή ανάμεσα
2. η ανάπτυξη μέσα σε λέξη ή ομάδα φωνημάτων ενός φωνήματος (που δεν έχει ετυμολογική προέλευση)
νεοελλ.
η μετατόπιση του j πριν από τον έρρινο, υγρό ή συριστικό φθόγγο που προηγείται και ο σχηματισμός διφθόγγου με το προηγούμενο φωνήεν («φανjω)> φαίνω, καθαρjω > καθαίρω»)
αρχ.
επίθεση, τοποθέτηση φαρμάκου πάνω σε πληγή.