ίδος

From LSJ
Revision as of 08:50, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

ἶδος, τὸ (Α)
1. ιδρώτας
2. θερμότητα
3. καύσωνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι γλώσσες του Ησυχίου εἶδος
καῡμα και ἠεῑδος
πνῑγος οδηγούν στην αναγωγή της λ. σε IE sweidos- «ιδρώτας» > Fεῑδος > ἷδος, με ιωτακισμό κατ' επίδραση του συγγενούς σημασιολογικά τ. ἱδρώς, απ' όπου ο τ. ἶδος, με ιωνική ψίλωση (πρβλ. ἰδίω)].