πινώτιον
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
τό,
A pearl ear-ring, POxy.1449.25 (iii A. D.).
Greek Monolingual
τὸ, Α
ενώτιο από πίνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πιν-ενώτιον, με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς) < πίνη «μαργαριτάρι» + ἐνώτιον «σκουλαρίκι»].