αργώ
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
Greek Monolingual
(AM ἀργῶ, -έω) [[[αργός]] (II)]
1. δεν εργάζομαι επειδή είναι γιορτή ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο
2. φρ. α) «οι δημόσιες υπηρεσίες αργούν σήμερα»
β) «ἀργεῑ τὸ έργαστήριον» — δεν δουλεύει, είναι κλειστό (Δημ.)
γ) «oἱ ἀργοῡντες» — οι άεργοι, αυτοί που δεν κάνουν τίποτε (Σοφ.)
νεοελλ.
1. καθυστερώ να κάνω ή να γίνω κάτι («άργησα να φτάσω»
«άργησε ν' ανθήσει»
«τα σταφύλια άργησαν να γίνουν»)
2. κάνω κάποιον να καθυστερήσει («δεν θα σε αργήσω»)
αρχ.
1. παραμελώ, αφήνω τη δουλειά μου («ἀργήσει τῆς ἑαυτοῡ δημιουργίας καθήμενος ἐν ἀγορᾷ» — θα παρατήσει τη δουλειά του και θα κάθεται στην αγορά — Πλάτ.)
2. φρ. «γῆ ἀργοῡσα» — γη ακαλλιέργητη, χέρσα (Ξεν.)
3. παθ. μένω ανεκτέλεστος.