ευπρεπής

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion

Source

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐπρεπής, -ές)
1. αυτός που έχει ωραία, σοβαρή και σεμνή εξωτερική εμφάνιση, ο ευπρόσωπος, ο ευπαρουσίαστος
2. ευγενικός, κόσμιος
μσν.
μεγαλοπρεπής, λαμπρός
αρχ.
1. ένδοξος, επιφανής
2. ο φαινομενικά μόνο ευπρεπής, ο προσποιητός
3. φρ. α) «ἐκ τοῡ εὐπρεποῡς» — με το πρόσχημα, με την πρόφαση
β) «τὸ εὐπρεπὲς τοῡ λόγου» — η ευπρέπεια.
επίρρ...
ευπρεπώς (ΑΜ εὐπρεπῶς και ιων. τ. εὐπρεπέως)
με τρόπο ευπρεπή, κόσμια
αρχ.
κατ' επίφαση, κατά το φαινόμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιο-πρεπής, αρχαιο-πρεπής].