λεηλατώ

From LSJ
Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source

Greek Monolingual

(AM λεηλατῶ, -έω)
1. αποκομίζω λεία, λαφυραγωγώ
2. κατακλέβω, ληστεύω («οι κλέφτες λεηλάτησαν το κατάστημα»)
3. αφανίζω, ερημώνω («ἀπὸ θαλάσσης λεηλατεῡσι τὸ πεδίον», Ηρόδ.)
αρχ.
φρ. «λεηλατοῡμαι τῇ γαστρί» — είμαι λαίμαργος, είμαι κοιλιόδουλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεία + -ηλατῶ (< -ήλατος< ἐλαύνω), πρβλ ιππ-ηλατώ, σφυρ-ηλατώ. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].