ομόσπορος

From LSJ
Revision as of 14:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμόσπορος, -ον)
αυτός που γεννήθηκε από τους ίδιους γονείς
νεοελλ.
βοτ. (για φυτ. οργανισμό) αυτός που παράγει ενός είδους και όμοια σπόρια
αρχ.
1. (για την Ιοκάστη) κοινή σύζυγος δύο ανδρών
2. (για τον Οιδίποδα) αυτός που έχει την ίδια σύζυγο με άλλον («καὶ τοῡ πατρὸς ὁμόσπορός τε καὶ φονεύς», Σοφ.)
3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) , ἡ ὁμόσπορος
ο αδελφός ή η αδελφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -σπορος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. νεό-σπορος. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. homospore].