πρόταξη
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
Greek Monolingual
η / πρόταξις, -άξεως, ΝΑ προτάσσω
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του προτάσσω, η τοποθέτηση μπροστά («ζήτησαν πρόταξη της δίκης»)
2. η παράταξη τών στρατιωτών στην πρώτη γραμμή της μάχης
νεοελλ.
γραμμ.
1. το να βρίσκεται ένα φωνήεν μπροστά από κάποιο άλλο μαζί με το οποίο αποτελεί δίφθογγο
2. φαινόμενο κατά το οποίο μερικές λέξεις παίρνουν ένα φωνήεν στην αρχή όπως λ.χ. βδέλλα αβδέλλα
αρχ.
(κατά το λεξ. Σούδα) «πρόταξις ψιλῶν ὅταν τῶν ἄλλων ἐν πολέμῳ οὗτοι προτάττωνται, ὑπόταξις δὲ ὅταν ὑποτάττωνται, προσύνταξις δὲ ὅταν και ἐμπλεκόμενοι τῇ φάλαγγι παρ' ἄνδρα τάττωνται, λέγεται καὶ παρένταξις τοῡτο».