πολύφερνος

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφερνος Medium diacritics: πολύφερνος Low diacritics: πολύφερνος Capitals: ΠΟΛΥΦΕΡΝΟΣ
Transliteration A: polýphernos Transliteration B: polyphernos Transliteration C: polyfernos Beta Code: polu/fernos

English (LSJ)

ον, (φερνή)

   A = πολύεδνος, Hsch. s.v. πολύδωρος.

German (Pape)

[Seite 676] = πολύεδνος, Hesych. v. ἄεδνος.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφερνος: -ον, (φερνὴ) = πολύεδνος, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἄεδνον

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύφερνος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
(για γυναίκα) αυτή που έχει μεγάλη προίκα («πολύφερνη νύφη»)
αρχ.
(για γυναίκα) αυτή που έλαβε πολλά γαμήλια δώρα, πολύεδνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φερνος (< φερνή «προίκα»), πρβλ. ά-φερνος].