βουλευτέον
From LSJ
English (LSJ)
A one must take counsel, ὅπως . . A.Ag.847; τί χρὴ δρᾶν S.El.16; περί τινος Isoc.6.90: pl., βουλευτέα Th.7.60.
Greek (Liddell-Scott)
βουλευτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ βουλευθῇ, νὰ σκεφθῇ, Θουκ. 7. 60· ὅπως… Αἰσχύλ. Ἀγ. 847· τί χρὴ δρᾶν Σοφ. Ἠλ. 16.
Spanish (DGE)
hay que considerar o deliberar, hay que decidir τὸ ... καλῶς ἔχον ὅπως χρονίζον εὖ μενεῖ β. A.A.847, τί χρὴ δρᾶν ... β. S.El.16, περὶ ... τῶν αὐτῶν οὐχ ὁμοίως ἅπασιν β. sobre las mismas cosas no han de adoptarse las mismas consideraciones por todos Isoc.6.90, cf. Th.1.72, 6.90, X.Cyr.4.5.24.
Greek Monotonic
βουλευτέον: ρημ. επίθ. του βουλεύω, πρέπει κανείς να συλλογισθεί, να σκεφτεί, σε Αισχύλ., Σοφ., Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βουλευτέον, adj. verb. van βουλεύω, er moet overlegd worden.