ἐριούνης
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
English (LSJ)
ὁ, v. sq.
German (Pape)
[Seite 1030] ὁ, = Folgdm, Il. 20, 34 Od. 8, 322.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριούνης: ὁ, ἴδε τὸ ἐπόμ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ),
c. ἐριούνιος, le bienfaisant (Hermès), IL. 20.34, OD. 8.322.
Étymologie: ἐρι-, ὀνίνημι.
English (Autenrieth)
and ἐριούνιος (ὀνίνημι): helpful, the Helper, epith. of Hermes; subst., Il. 24.440.
Greek Monotonic
ἐριούνης: και ἐρι-ούνιος, ὁ, Ομηρ. επίθ. του Ερμή (πιθ. από τα ἐρι-, ὀνίνημι), αυτός που ωφελεί πάρα πολύ, πρόξενος ευτυχίας, αυτός που φέρνει τύχη, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐριούνης: ὁ Hom. = ἐριούνιος.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: of Hermes (Υ 34, θ 322), late of θεοί (Ant. Lib. 25, 2), νόος (Orph. L. 199).
Other forms: ἐριούνιος (Il., h. Merc., Ar. Ra. 1144)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The old scholars saw wrongly two simplicia: οὔνης κλέπτης, οὔνιος [εὖνις,] δρομεύς, κλέπτης H.; cf. Leumann Hom. Wörter 123. Better seem the glosses οὖνον [ὑγιές.] Κύπριοι δρόμον and οὔνει (for οὔνη?) δεῦρο, δράμε. Ἀρκάδες. Here further the Cypr. PN Φιλουνίου (gen.), cf. Φιλόδρομος. Ἐρι-ούνης, -ούνιος then the quick messenger of the gods? Thus (after Bergk Philol. 11, 384) with new argumentation Latte Glotta 34, 192ff; doubted by Masson, ICS 256 n. 1.- Several wrong proposals in Bq s. v. (s. also Add. et corr.); wrong also Pisani KZ 72, 216. Also Ruijgh, Élém. ach. 136, 142.
Middle Liddell
[prob. from ἐρι-, ὀνίνημι
Homeric epith. of Hermes the ready helper, luckbringer, Il.