ἔταλον
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
τό, (ἔτος)
A yearling, Schwyzer644.18 (Aegae, iv/iii B. C.); also ἔτελον, ib.252.11 (Cos, iii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔταλον: τὸ, ἐνιαύσιον, ἀρνηάδων ἔταλα Ἐπιγραφ. Αἰολ. Hoffmann GD. II, σ. 10, ἀριθμ. 155α18, κτλ.
Greek Monolingual
ἔταλον, τὸ (Α)
ετήσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγ. του έτος. Παράλληλος τύπος έτελον, εν αντιθέσει προς το τέλειον «ενήλικο ζώο». Για τη μεταβολή του θ. έτος, έταλον / έτελον, πρβλ. νέφος, νεφέλη, άγκος, αγκάλη. Με μεταβολή λ:ν το θ. εμφανίζεται στο αρχ. ελλ. επηετανός «ετήσιος». Στις γερμ. γλώσσες απαντά αντίστοιχο θ. με μεταβολή l:r
γοτθ. wi?rus «αρνάκι (ενός έτους)», νέο άνω γερμ. widder «κριός»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: a young animal, a yearling (Schwyzer 644, 18; Aegae IV-IIIa),
Other forms: also ἔτελον (ib. 252, 11; Kos IIIa: τοῦ μεν ἐτέλου as opposed to τοῦ δε τελείου full grown animal).
Origin: IE [Indo-European] [1175] *u̯et- year
Etymology: Except for the genus identical with Lat. vitulus calf, Umbr. vitluf vitulōs (with irreglular i for e); here also as Iran. LW [loanword] wotjak. vetël calf, two-year old cow (Jacobsohn IF 46, 339). We must start from an IE word for year, Gr. ἔτος, IE *u̯étos- n., with Skt. vats-á- calf. On ἔτος : ἔτελον, ἔταλον cf. e. g. νέφος : νεφέλη, ἄγκος : ἀγκάλη; so the change -αλο- : -ελο- could be old? I doubt this; it could be Pre-Greek. See on ἐπη-ετανός, s. v. (An r-stem in Germ., e. g. Goth. wiÞrus (one-year) lamb, NHG Widder, IE *u̯et-r(u)-. - See ἔτος; further W.-Hofmann s. vitulus.