ζάπεδον
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], τό,
A = δάπεδον, Xenoph.1.1, IG12(5).215 (Paros).
German (Pape)
[Seite 1136] τό, = δάπεδον, Xenophan. Ath. XI, 462 c.
Greek (Liddell-Scott)
ζάπεδον: τό, = δάπεδον, Ξενοφάν. 1. 1.
Greek Monolingual
το
βλ. δάπεδον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του δάπεδον με ζα- αντί δα- (βλ. και λ. ζακόρος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζάπεδον -ου, τό zie δάπεδον.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: = δάπεδον (Xenoph., Paros).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
See also: S. ζά and ζακόρος.