θρᾶνος

Revision as of 12:40, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

English (LSJ)

ὁ, (θράομαι)

   A bench, form, Ar.Pl.545 (gen. θράνους codd., θράνου Poll.).    2 close-stool, Hp. ap. Gal.19.104.    II Archit.,    1 wooden beam, ὅσα κατέρρωγεν τοῦ τείχους ἐνδήσει θράνοις IG22.463.75; θράνους ἐπιθήσει διανεκεῖς, of beams supporting floors, ib.1668.81, cf. 1672.208.    2 ὁ θ. τοῦ νεώ the top course of masonry in a temple, ib.11(2).161A49 (Delos, iii B.C.); θ. ποικίλος PCair.Zen.445.5(iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1215] ὁ (verwandt mit θρόνος, θρῆνυς), Sitz, Bank, Schemel, VLL. δίφρος; Ar. Plut. 545, wo θράνους f. L. für θράνου, wird es vom Schol. ὑποπόδιον erkl. – a) Gerberbank, Poll. 1, 87, vgl. θρανεύω. – b) die Ruderbank, bes. die oberste der Reihen Ruderbänke auf den Trieren, der Sitz der θρανῖται. – c) der Nachtstuhl, Abtritt, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

θρᾶνος: ὁ, (θράω) θρανίον, κάθισμα, Ἀριστοφ. Πλ. 545 (ἔνθα ἀναγνωστέον θράνου, ἀντὶ θράνους). 2) δίφρος ἀφοδευτικὸς, Ἱππ. παρὰ Γαλην. ΙΙ. θρᾶνοι, οἱ, «τὰ ξύλα τὰ κατακλείοντα τοὺς πλινθίνους τοίχους» Πολυδ. Ι΄, 49 (ἔνθα νῦν γράφεται: ἐπίθρανοι).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
siège, banc, escabeau.
Étymologie: R. Θραν, cf. θρόνος.

Greek Monolingual

θρᾱνος, ὁ (Α)
1. κάθισμα, εδώλιο
2. κάθισμα αποπάτου
3. ξύλινο δοκάρι
4. φρ. «ὁ θράνος τοῦ νεώ» — η τοιχοποιία της κορυφής του ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα dhreә2- «κρατώ, στηρίζω» + επίθημα -νο-, -νυ- (για τον παράλληλο τ. θρῆνυς). Συνδέεται με τον αόρ. θρή-σασθαι με σημ. «κάθομαι», αν και η αρχική σημ. πρέπει να ήταν «στηρίζομαι», δεδομένου ότι οι λέξεις ανάγονται στην ίδια ρίζα με το θρόνος.
ΠΑΡ. θρανίο(ν)
αρχ.
θρανεύομαι, θρανίας, θρανίς, θρανίτης, θρανύσσω.

Greek Monotonic

θρᾶνος: ὁ ή τό (*θράω), θρανίο, κάθισμα, πάγκος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

θρᾶνος: ὁ сиденье, скамья или стул Arph.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: bench, supporting beams (Att. a. hell. inschr., Ar.).
Dialectal forms: Myc. ta-ra-nu.
Derivatives: Diminutive θρανίον id. (Ar.) with θρανίδιον (Ar.); θρανίτης rower of the upper of the three rows (Th., Ar.; s. Morrison Class. Quart. 41, 128ff.), f. θρανῖτις (κώπη; Attica), with θρανιτικός (Callix.); θρανίας m. (Marcell. Sid.), θρᾶνις or -ίς (Xenokr.) = ξιφίας, swordfish, after the form of the upper jaw, cf. Thompson Fishes s. v. Denominative verb θρανεύω to stretch to the tanners board (Ar. Eq. 369; θρανεύεται συντρίβεται H.) with ἀθράνευτον ἄστρωτον H. (= E. Fr. 569); to συν-θρανόω, θρανύσσω s. v. - Beside it θρῆνυς, -υος m. footstool (Hom.; cf. Hermann Gött. Nachr. 1943, 8; Chantraine Formation 118; improbable Benveniste Origines 56), with secondary κ-enlargement (Chantraine 383, Schwyzer 496 n. 6) θρῆνυξ, -υκος (Euph.), θρᾶνυξ (Corinn.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: If νο- or. νυ- is a suffix, we can connect the aor. inf. θρή-σασθαι (only Philet. 14 [IV-IIIa]: θρήσασθαι πλατάνῳ γ<ρ>αίῃ ὕπο), usually rendered with sit down. But the original meaning must rather have been support oneself (on) v.t., if the word is cognate with θρόνος; θρᾶνος, θρῆνυς then "the support, the bearer". This analysis however is quite doubtful. The word is no doubt a Pre-Greek word.
See also: - Weiteres s. θρόνος; s. auch θρησκεύω.

Middle Liddell

θρᾶνος, ὁ, [*θράω
a bench, form, Ar.