ἰβηρίς
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A pepperwort, Lepidium graminifolium, Damocr. ap. Gal.13.350; = λεπίδιον, Aët. ap. Ps.-Dsc.2.174. (Prob. from its place of growth.)
German (Pape)
[Seite 1235] ίδος, ἡ, eine Art Kresse, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἰβηρίς: -ίδος, ἡ, λεπίδιον, Δαμοκράτης παρὰ Γαλην. 13. σ. 635, Διοσκ. 2. 205. (Ἐκ τοῦ τόπου ἐν ᾧ φύεται ἔλαβε τὸ ὄνομα).
Greek Monolingual
ἰβηρίς, -ίδος, ἡ (Α)
το φυτό λεπίδιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < Ιβηρία, απ' όπου έχει την προέλευσή του το φυτό].
Frisk Etymological English
-ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: plant-name, pepperwort, Lepidium (Damocr. ap. Gal., Aët. ap. Ps.-Dsc.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: From the home-country Ίβηρία; Strömberg Pflanzennamen 124f. (?). Diff. Alessio Studi etr. 15, 205ff. (Aegean like ἰβίσκος (s.v.), ἰβάνη a. o.).