κίφος

From LSJ
Revision as of 02:05, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ἰδών τι κρυπτὸν (χρηστὸν) μηδὲν ἐκφάνῃς ὅλως → Aliquid vidisti occultum (pulchrum)? Nihil elimina → Siehst du Verborgnes (was Gutes), offenbare dich nicht ganz

Menander, Monostichoi, 271
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίφος Medium diacritics: κίφος Low diacritics: κίφος Capitals: ΚΙΦΟΣ
Transliteration A: kíphos Transliteration B: kiphos Transliteration C: kifos Beta Code: ki/fos

English (LSJ)

τό, Messen. for στέφανος, Paus.3.26.9. (For σκίφος, cf. σκιφατόμος.)

German (Pape)

[Seite 1443] τό, nach Paus. 3, 26, 9 messenisch für στέφανος.

Greek (Liddell-Scott)

κίφος: τό, Μεσσην. ἀντὶ στέφανος, Παυσ. 3. 26, 9.

Greek Monolingual

κίφος, τὸ (Α)
(μεσσηνιακός τ.) ο στέφανος («ἐπίκειται δὲ οἱ τῇ κεφαλῇ στέφανος, ὅν οἱ Μεσσήνιοι κίφος καλοῡσι τῇ ἐπιχωρίῳ φωνῇ», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκίφος με απώλεια του σ- (πρβλ. σκιφίνιον, σκιφατόμος). Άγνωστης ετυμολ.].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: Messen. for στέφανος (Paus. 3, 26, 9).
Compounds: σκιφα-τόμος who cuts σκίφα (palms?) [for ψίλινοι στέφανοι]' (IG 5 : 1, 212, 63; Sparta Ia).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: For *σκίφος to σκιφίνιον πλέγμα ἐκ φοίνικος H.- Not with Solmsen Wortforsch. 205 (with doubt) to κόφινος; also not with Petersson Glotta 4, 298 to Skt. śiphā fibrous root, rod.