κύβιτον
Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick
English (LSJ)
[ῠ], τό,
A elbow, Lat. cubitum, Hp.Loc.Hom.6; Sicilian for Att. ὀλέκρανον, Ruf.Onom.79, cf.Poll.2.141: wrongly expld. as κυβοειδὲς ὀστάριον by Bacch. ap. Erot.
German (Pape)
[Seite 1523] τό, der Ellenbogen, cubitus, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κύβῐτον: ῠ, τό, ὁ ἀγκών, τὸ ὠλέκρανον, Λατ. cubitum, Ἱππ. 410. 35 κἑξ., κατὰ τὸν Πολυδ. Βϳ, 141 καὶ Ροῦφον, λέξ. Σικελικὴ ἀντὶ τοῦ Ἀττ. ὠλέκρανον· ὁ δὲ Φώτ. ἔχει κύβηττον ἐκ τοῦ Ἐπιχ. (ἂν καὶ πλανᾶται καλῶν αὐτὸ Ἰων.)· ὁ Ροῦφος ὡσαύτως μνημονεύει ῥῆμα κυβιτίζω ἐκ τοῦ αὐτοῦ ποιητοῦ.
Greek Monolingual
κύβιτον, τὸ (Α)
1. ο αγκώνας («μετά δέ τὸν βραχίονα, ἀγκὼν τὸ σύμπαν ἄρθρον, καὶ τὸ ὀξύ, ἐφ' οὗ κλινόμενοι στηριζόμεθα
οἱ δὲ ὠλέκρανον καλοῡσι, Δωριεῑς δὲ οἱ ἐν Σικελίᾳ κύβιτον», Ιπποκρ.)
2. μονάδα μήκους ίση με την απόσταση από τον αγκώνα ώς την άκρη του μέσου δακτύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια, λ., πιθ. από ιταλική διάλεκτο (ίσως τη σικελική) ή από το λατ. cubitum
κατ' άλλους, η λ. προέρχεται από το κύβος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κύβιτον, τό [Lat. cubitum] elleboog.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: elbow (Hp. Loc. Hom. 6, after Ruf. Onom. 72 and Poll. 2, 141 Sicilian).
Derivatives: κυβιτίζω push with the elbow (Epich. 213).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat.
Etymology: From Lat. cubitum (pace Bechtel Dial. 2, 284). Besides κύβωλον id. (Poll. l.c.) through cross with ώλένη (Bq), not with Solmsen Wortforsch. 7 independent derivation from κύβος.