στεργάνος
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
ὁ,= κοπρών, Lat.
A sterquilinium, Hsch.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «κοπρών».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει συνδεθεί με το λατ. stercus «κόπρος», προβλήματα ωστόσο γεννά η εναλλαγή άηχου και ηχηρού συμφώνου στον λατ. και ελλ. τ., αντίστοιχα. Κατ' άλλη άποψη, η λ. έχει επηρεαστεί στον σχηματισμό της από το θ. του ρ. στέργω (αντίφραση). Η σύνδεση, τέλος, του τ. με τη λ. τάργανον «ξίδι», είναι αμφίβολη].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: κόπρων H. (in alphabet. incorrect position).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: After general assumption to Lat. stercus n. excrements etc., s. W.-Hofmann s. v. w. lit., also Benveniste Origines 9. On the accent Persson Beitr. 1, 456 w. n. 1 and (with improbable hypothesis on the stammformation) Schwyzer 520 β. Cf. τάργανον. -- The word has no etym.