κατάρτισις

Revision as of 13:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A restoration, 2 Ep.Cor.13.9.    II training, discipline, Plu.Alex.7.    III = καταρτισμός 11, Paul.Aeg.6.99.

German (Pape)

[Seite 1376] ἡ, das Einrichten, Zurechtmachen, Wiederherstellen, καὶ παιδεία Plut. Them. 2, vgl. Alex. 7.

Greek (Liddell-Scott)

κατάρτῐσις: -εως, ἡ, ἐπανόρθωσις, Β’ Ἐπιστ. π. Κορ. ιγ΄, 9. ΙΙ. γύμνασις ἵππων, Πλουτ. Θεμιστ. 2 (ἀλλ. κατάρτυσιςπαίδευσις, παιδεία, ἀγωγή, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 7.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
bonne direction.
Étymologie: καταρτίζω.

English (Strong)

from καταρτίζω; thorough equipment (subjectively): perfection.

English (Thayer)

καταρτισεως, ἡ (καταρτίζω, which see), a strengthening, perfecting, of the soul (Vulg. consummatio): a training, disciplining, instructing, Plutarch, Themistius, 2,7 (variant); Alex. 7,1.)

Greek Monotonic

κατάρτῐσις: -εως, ἡ,
I. επανόρθωση, σε Καινή Διαθήκη
II. εκπαίδευση, αγωγή, πειθαρχία, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάρτισις -εως, ἡ [καταρτίζω] opleiding; verbetering.

Russian (Dvoretsky)

κατάρτῐσις: εως ἡ
1) руководство, управление, воспитание (κ. καὶ παιδεία Plut.);
2) исправление, (у)совершенствование NT.

Middle Liddell

κατάρτῐσις, εως [from καταρτίζω
I. restoration, NTest.
II. a training, education, discipline, Plut.