συγκακουχέομαι

From LSJ
Revision as of 01:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκᾰκουχέομαι Medium diacritics: συγκακουχέομαι Low diacritics: συγκακουχέομαι Capitals: ΣΥΓΚΑΚΟΥΧΕΟΜΑΙ
Transliteration A: synkakouchéomai Transliteration B: synkakoucheomai Transliteration C: sygkakoucheomai Beta Code: sugkakouxe/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A endure adversity with, τῷ λαῷ Ep.Hebr.11.25.

German (Pape)

[Seite 964] pass., Ungemach mit leiden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκᾰκουχέομαι: Παθ., πάσχω κακὰ μετά τινος, τινι Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ια΄, 25, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
être maltraité avec ou de même que, τινι.
Étymologie: σύν, κακουχέω.

Greek Monotonic

συγκᾰκουχέομαι: Παθ., υπομένω τις αντιξοότητες μαζί με κάποιον, συμπάσχω, τινι, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

συγκακουχέομαι: NT = συγκακοπαθέω.

Middle Liddell


Pass. to endure adversity with another, τινι NTest.