συγκακουχέομαι
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
Pass.,
A endure adversity with, τῷ λαῷ Ep.Hebr.11.25.
German (Pape)
[Seite 964] pass., Ungemach mit leiden, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκᾰκουχέομαι: Παθ., πάσχω κακὰ μετά τινος, τινι Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ια΄, 25, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
être maltraité avec ou de même que, τινι.
Étymologie: σύν, κακουχέω.
Greek Monotonic
συγκᾰκουχέομαι: Παθ., υπομένω τις αντιξοότητες μαζί με κάποιον, συμπάσχω, τινι, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
συγκακουχέομαι: NT = συγκακοπαθέω.