великолепный
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
Russian > Greek
ἀγλαός, θεῖος, σεῖος, ὑπερήφανος, μεγαλοπρεπής, ἀριπρεπής, πάμπρεπτος, ἀγαυρός, μεγαλεῖος, χιλιοτάλαντος, λιπαρός, ὑπέρκομπος, εὔμορφος, ἀγήνωρ, ἀγάνωρ, θεοπρεπής, ὑπερβεβλημένος, λαμπρός, κλυτός, μεγαλομερής, σοβαρός