ὑπέρκομπος

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρκομπος Medium diacritics: ὑπέρκομπος Low diacritics: υπέρκομπος Capitals: ΥΠΕΡΚΟΜΠΟΣ
Transliteration A: hypérkompos Transliteration B: hyperkompos Transliteration C: yperkompos Beta Code: u(pe/rkompos

English (LSJ)

ὑπέρκομπον, overweening, arrogant, τὸν ὑ. θηρῶσα Φάων' Men. 312 (anap.); ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖς A.Th.391; σῆμ' ὑπέρκομπον τόδε ib.404; τῶν ὑπερκόμπων ἄγαν φρονημάτων Id.Pers.827; ὑπερκόμπῳ θράσει ib.831: c. dat. modi, αἱ δ' ὑπέρκομποι τάχει [νῆες] extraordinary, ib.342 (s.v.l.). Cf. sq.

German (Pape)

[Seite 1197] eigentl. übermäßig lärmend, bes. unmäßig großprahlend, übermütig; σῆμα Aesch. Spt. 386; Ζεύς τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόμπων ἄγαν φρονημάτων ἔπεστιν Pers. 813; θράσος 817; übh. übermäßig, außerordentlich, νῆες ὑπέρκομποι τάχει, ausgezeichnet an Schnelligkeit, 334.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui se vante outre mesure, orgueilleux, présomptueux;
2 extraordinaire, remarquable.
Étymologie: ὑπέρ, κόμπος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρκομπος:
1 крайне кичливый, спесивый (φρονήματα, v.l. ὑπέρκοπος, θράσος Aesch.);
2 великолепный, пышный (αἱ σάγαι Aesch.);
3 выдающийся: αἱ ὑπέρκομποι τάχει (νῆες) Aesch. замечательно быстроходные корабли.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρκομπος: -ον, ὁ ὑπερμέτρως κομπάζων, σφόδρα κομπώδης, κενόδοξος, ὑπερήφανος, τὸ ὑπέρκομπον θηρῶσα Φάων’ (ἀναπαιστ.) Μένανδρ. ἐν «Λευκαδίᾳ» Ι· ταῖς ὑπερκόμποις σάγαις (ἢ σαγαῖς) Αἰσχύλ. Θήβ. 391· σῆμ’ ὑπέρκομπον τόδε αὐτόθι 404· τῶν ὑπερκόμπων ἄγαν φρονημάτων ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 827· ὑπερκόμπῳ θράσκει αὐτόθι 831· μετὰ δοτ. τρόπου ἢ τοῦ κατά τι, αἱ δ’ ὑπέρκομποι τάχει (νῆες), ἐξαίρετοι τὴν ταχύτητα, αὐτόθι 342. Πρβλ. ὑπέρκοπος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που κομπάζει υπέρμετρα, ο υπέρμετρα αλαζόνας
2. (για πράγμ.) έξοχος, εξαίρετος («αἱ δ' ὑπέρκομποι τάχει (νῆες)», Αισχύλ.).
επίρρ...
ὑπερκόμπως Α
με ιδιαίτερα κομπαστικό, αλαζονικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -κομπος (< κόμπος [Ι] «χτύπος, θόρυβος»), πρβλ. πολύκομπος].

Greek Monotonic

ὑπέρκομπος: -ον, αλαζόνας, υπερόπτης, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὑπέρ-κομπος, ον,
overweening, arrogant, Aesch.