δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ἀταλός, παιδικός, νεοθηλής, νεοθαλής, κουρόσυνος, νεανίας, νεηνίης, μειρακιώδης, νεοπρεπής, κουρήϊος, νεανικός, ἡβητικός, νεωτερικός, ἐφηβαῖος, ἐφηβικός, ἐφαβικός, ἐφῆλιξ, ἡβητής