κουρόσυνος
English (LSJ)
κουρόσυνον, youthful, θρίξ ib.6.156 (Theodorid., with play on κούριμος, shorn); wrongly expld. as τὸ ὑπὲρ τῆς κουρᾶς θυόμενον, Suid.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de jeune garçon, de jeune homme.
Étymologie: κοῦρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κουρόσυνος -ον [κόρη] jeugdig.
German (Pape)
jugendlich; θρίξ, Theodorid. 6 (VI.156); – τὸ κουρύσυνον, sc. ἱερόν, das Fest am Tage κουρεῶτις, Suid.
Russian (Dvoretsky)
κουρόσῠνος: молодой, юношеский (θρίξ Anth.).
Greek Monolingual
(I)
κουρόσυνος, -ον (Α)
νέος, νεαρός, νεανικός («τρίχα τήνδε κουρόσυνον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + -όσυνος (πρβλ. κηδόσυνος, χαρμόσυνος)].
(II)
κουρόσυνος, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κούρεμα τών μαλλιών
2. (το ουδ. στον πληθ.) τὰ κουρόσυνα (ενν. ιερά)
η εορτή κουρεώτις που γινόταν κατά την τρίτη ημέρα τών Απατουρίων στην Αθήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουρά + -όσυνος (πρβλ. κηδόσυνος, μνημόσυνος)].
Greek Monotonic
κουρόσῠνος: -η, -ον (κοῦρος), νεανικός, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
κουρόσῠνος: -η, -ον, (κοῦρος) νεανικός, θρὶξ Ἀνθ. Π. 6. 156, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξ. κούριμος, κεκαρμένος. ΙΙ. κουρόσυνα (δηλ. ἱερά), τά, ἡ ἑορτὴ ἡ κατὰ τὴν ἡμέραν τὴν καλουμένην κουρεῶτις (ὃ ἴδε), Γρηγ. Ναζ., Σουΐδ.