лелеять
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
Russian > Greek
ἕψω ;; ἀτάλλω ;; κηπεύω ;; ἐννεοσσεύω ;; ἐννεοττεύω ;; ἐκτιθηνέομαι ;; ἀτιτάλλω ;; κομίζω ;; τιθηνέομαι ;; θάλπω ;; ἀμφιθάλπω ;; ποιμαίνω ;; βουκολέω ;; ἀμφιπολεύω ;; περιέπω ;; νέμω