рядом
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
Russian > Greek
συμπαραθέω, ἀγχοῦ, ἑξῆς, ἑξείης, ἀγχόθι, ἀγχίθυρος, ὁμοστιχάω, σύγκειμαι, συγκατάκειμαι, παρέκ, πάρεξ, συμπαραπλέω, ἐφεξῆς, ἐπεξῆς, παρά, συγκάθημαι, συγκάτημαι, συμπαρακαθέζομαι, προσυνοικέω, προσξυνοικέω, συμπαρεδρεύω, ἴκταρ