переправляться
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Russian > Greek
συνδιαβαίνω ;; διαβάλλω ;; πορθμεύω ;; διαπεραιόω ;; διαπορεύω ;; διαπορθμεύω ;; περαιόω ;; ἐπιδιαβαίνω ;; ἀποπεράω ;; διεκβάλλω ;; διαπεράω ;; διεκπεράω ;; διαβαίνω ;; διαίρω