εὐφημισμός
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
English (LSJ)
ὁ,
A use of an auspicious word for an inauspicious one, e.g. Εὐμενίδες for Ἐρινύες, εὐφρόνη for νύξ, etc., Eust.1398.52, Demetr. Eloc. 281; κατ' εὐφημισμόν Corn. ND 21, Hermog.Prog. 7, Palaeph.51, Olymp. in Mete.105.19; ἀπ' εὐφημισμοῦ Phld.Piet. 111.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ εὐφημισμός) ευφημίζω
1. έπαινος, εγκώμιο, εύφημη μνεία
2. γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο γίνεται χρησιμοποίηση εύφημης λέξεως για κάτι δυσάρεστο ή κακό: Εύξεινος πόντος αντί άξενος πόντος, γλυκάδι αντί ξίδι, Ευμενίδες αντί Ερινύες («ἔστι δὲ τὸ σχῆμα εὐφημισμός, ἀγαθῆ κλήσει περιστέλλον τὸ φαῡλον», Ευστ.)
3. φρ. «ἀπ' εὐφημισμοῡ» ή «κατ᾿ εὐφημισμόν» — με ευοίωνο αντί για δυσοίωνο ή δυσάρεστο όνομα.
Russian (Dvoretsky)
εὐφημισμός: ὁ рит. смягченное выражение, эвфемизм.