mischievous
From LSJ
Θεὸς δὲ τοῖς ἀργοῖσιν οὐ παρίσταται → Longe est auxilium numinis ab inertibus → Umsonst erhofft der Träge Beistand sich von Gott
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Harmful: P. ζημιώδης, ἐπιζήμιος, βλαβερός, ἀνεπιτήδειος, P. and V. ἀσύμφορος, κακός, κακοῦργος, νοσώδης, V. λυμαντήριος, Ar. and V. ἀτηρός. Ill-doing: P. and V. πανοῦργος, κακοῦργος. Spiteful: P. and V. φθονερός. ἐπίφθονος. Malevolent: P. and V. δύσνους, δυσμενής, Ar. and P. κακόνους, κακοήθης, V. δύσφρων, κακόφρων. Troublesome: Ar. and P. χαλεπός. Saucy: P. ὑβριστικός. Full of spirits: Ar. and P. νεανικός. Cunning: P. and V. ἐπίτριπτος; see cunning.