mysterious
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Secret: P. and V. κρυπτός; see secret. Obscure: P. and V. ἀσαφής, ἀφανής, ἄδηλος. Dark: P. and V. αἰνιγματώδης, V. δυσμαθής, ἄσημος, ἀξύμβλητος, ἄσκοπος, αἰολόστομος, ἐπάργεμος, δυστόπαστος, δυστέκμαρτος, δυσεύρετος, ψελλός, αἰνικτός, Ar. and P. ἀτέκμαρτος. Not to be spoken: P. and V. ἄρρητος, ἀπόρρητος. Not to be meddled with: P. and V. ἀκίνητος (Plat.).