ἐπάργεμος

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάργεμος Medium diacritics: ἐπάργεμος Low diacritics: επάργεμος Capitals: ΕΠΑΡΓΕΜΟΣ
Transliteration A: epárgemos Transliteration B: epargemos Transliteration C: epargemos Beta Code: e)pa/rgemos

English (LSJ)

ἐπάργεμον,
A having a film over the eye, Arist.HA609b16, 620a1.
II metaph., dim, obscure, σήματα, θέσφατα, λόγοι, A.Pr.499, Ag.1113, Ch.665.

German (Pape)

[Seite 904] mit einem weißen Fleck auf dem Auge, blind, καὶ οὐκ ὀξυωπός Arist. H. A. 9, 1; καὶ πεπήρωται τοὺς ὀφθαλμούς 9, 34; übertr., dunkel, unverständlich, θέσφατα Aesch. Ag. 1084; λόγοι Ch. 654, vgl. Prom. 497.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
atteint d'une tache blanche sur l'œil ; fig. obscur.
Étymologie: ἐπί, ἄργεμος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπάργεμος:
1 имеющий бельмо на глазу или подслеповатый (sc. ζῷον Arst.);
2 темный, непостижимый, сокровенный (θέσφατα, σήματα Aesch.): ἐπαργέμους λόγους τιθέναι Aesch. говорить неясно или обиняками.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάργεμος: -ον, ὁ ἔχων λεύκωμα, ἤτοι λευκὴν κηλῖδα, εἰς τὸν ὀφθαλμόν, ἢ ὁ τετυφλωμένος ὑπὸ λευκωμάτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 22., 9. 34, 5, Πολυδ. Β΄, 65, Ἡσύχ. ΙΙ. μεταφ., σκοτεινός, ἀσαφής, σήματα, θέσφατα, λόγοι Αἰσχύλ. Πρ. 499, Ἀγ. 1113, Χο. 665.

Greek Monolingual

ἐπάργεμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει άργεμο, δηλ. λευκή κηλίδα στο μάτι, τυφλός
2. σκοτεινός, ασαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άργεμον «λευκή κηλίδα στο μάτι»].

Greek Monotonic

ἐπάργεμος: -ον, αυτός που έχει λεπτή μεμβράνη στο μάτι, λευκή κηλίδα (= λεύκωμα)· μεταφ., σκοτεινός, συγκεχυμένος, ασαφής, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἐπ-άργεμος, ον
having a film over the eye: metaph. dim, obscure, Aesch.

English (Woodhouse)

dark, vague, hard to understand

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)