βλέπος
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
English (LSJ)
ους, τό,
A = βλέμμα, look, Ἀττικὸν β. Ar.Nu.1176, cf. Theoc. 23.12.
German (Pape)
[Seite 448] τό, = βλέμμα, Ar. Nub. 1176 ἀττικόν, d. i. unverschämt.
Greek (Liddell-Scott)
βλέπος: τό, = βλέμμα, ματιά, Ἀττικὸν βλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1176.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
regard.
Étymologie: βλέπω.
Spanish (DGE)
-εος, τό
mirada ἀττικὸν β. Ar.Nu.1176, cf. prob. corrupto, Theoc.23.12.
Greek Monolingual
το (Α βλέπος) βλέπω
βλέμμα, ματιά.
Greek Monotonic
βλέπος: τό, βλέμμα, ματιά, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
βλέπος: εος τό Arph., Theocr. = βλέμμα 1.