γεωχαρής

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεωχᾰρής Medium diacritics: γεωχαρής Low diacritics: γεωχαρής Capitals: ΓΕΩΧΑΡΗΣ
Transliteration A: geōcharḗs Transliteration B: geōcharēs Transliteration C: geocharis Beta Code: gewxarh/s

English (LSJ)

ές,

   A fond of the earth, of creeping plants, Jul.Or.5.175d.

German (Pape)

[Seite 488] ές, sich der Erde freuend, Iulian., Eust.

Greek (Liddell-Scott)

γεωχᾰρής: -ές, ὁ ἀγαπῶν τὴν γῆν, ἐπὶ χαμηλῶν ἑρπυζόντων φυτῶν, Ἰουλιαν. 175C.

Spanish (DGE)

-ές
que gusta de la tierra τῆς γογγυλίδος τὸ μὲν γ. Iul.Or.8.175d, τὸ τῶν συῶν ... γεωχαρές el gusto de los cerdos por revolcarse en la tierra Eust.551.1.

Greek Monolingual

-ές (AM γεωχαρής, -ές)
(για φυτά) εκείνος του οποίου οι βλαστοί αναπτύσσονται έρποντας πάνω στο χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - (< γη) + -χαρής (< χάρος) < χαίρω (πρβλ. επιχαρής, περιχαρής).