διεκδικητής

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεκδῐκητής Medium diacritics: διεκδικητής Low diacritics: διεκδικητής Capitals: ΔΙΕΚΔΙΚΗΤΗΣ
Transliteration A: diekdikētḗs Transliteration B: diekdikētēs Transliteration C: diekdikitis Beta Code: diekdikhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, = Lat.

   A defensor, ib. 10.11.8.7a (pl.).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ defensor, Cod.Iust.10.11.8.7a.

Greek Monolingual

ο (θηλ. διεκδικήτρια, η) (Μ διεκδικητής, ο) διεκδικώ
νεοελλ.
1. αυτός που αξιώνει για τον εαυτό του κάποιο δικαίωμαδιεκδικητής περιουσίας»)
2. υποψήφιος, μνηστήραςδιεκδικητής του θρόνου»)
μσν.
1. υπερασπιστής
2. κηδεμόνας, πληρεξούσιος.