δοξαστής

From LSJ
Revision as of 14:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοξαστής Medium diacritics: δοξαστής Low diacritics: δοξαστής Capitals: ΔΟΞΑΣΤΗΣ
Transliteration A: doxastḗs Transliteration B: doxastēs Transliteration C: doksastis Beta Code: docasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who forms opinions or conjectures, opp. κριτής, Antipho 5.94, cf. S.E.M.7.157; opp. ἐπιστήμων, Pl.Tht. 208e.    II δοξασταί· δικασταί, Hsch.

German (Pape)

[Seite 657] ὁ, der Meinende, Wähnende, Antiph. 5, 94; Plat. im Ggstz von ἐπιστήμων, Theaet. 208 e. Bei B. A. 242 = Schiedsrichter, οἱ διαγινώσκοντες πότερος εὐορκεῖ τῶν κρινομένων.

Greek (Liddell-Scott)

δοξαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἔχων γνώμην, εἰκασίαν, εἰκάζων, ἀντίθ. κριτής, Ἀντιφῶν 140. 38· ἀντίθ. ἐπιστήμων. Πλάτ. Θεαιτ. 208Ε.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
el que se forma una opinión op. ἐπιστήμων: αὐτοῦ ἐπιστήμων γεγονὼς ἔσται οὗ πρότερον ἦν δ. Pl.Tht.208e, op. κριτής: νῦν μὲν δοξασταί, τότε δὲ κριταὶ τῶν ἀληθῶν Antipho 5.94, cf. Antisth.53.8, Hsch.

Greek Monolingual

ο (θηλ. δοξάστρια, η) (AM δοξαστής, Α και δοξαστήρ)
υμνητής, εγκωμιαστής
νεοελλ.
αυτός που δημιουργεί τη δόξα άλλου
αρχ.
1. αυτός που έχει κάποια δοξασία, εικασία
2. πληθ. δοξασταί
οι δικαστές.

Russian (Dvoretsky)

δοξαστής: οῦ ὁ предполагающий, имеющий мнение: ἐπιστήμων γεγονὼς οὗ πρότερον ἦν δ. Plat. получив (подлинное) знание о том, о чем раньше имел лишь предположение.