καιρικός

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καιρικός Medium diacritics: καιρικός Low diacritics: καιρικός Capitals: ΚΑΙΡΙΚΟΣ
Transliteration A: kairikós Transliteration B: kairikos Transliteration C: kairikos Beta Code: kairiko/s

English (LSJ)

ἡ, όν,

   A timely, ἀπαγγελίαι IG3.769.    2 appropriate to certain times or seasons, seasonable, ἄνθη PMag.Leid.W.24.1.    b Astrol., belonging to the καιρός or chronocratory, κ. Χρόνοι Ἀφροδίτης Nech. ap. Vett.Val.289.37.    c Astron., ὧραι κ. hours of the kind that vary in length with the season, opp. ἰσημεριναί, Ptol.Alm.4.11, 7.3, Tetr.76.    3 Gramm., temporal, Eust.17.3.    4 καιρικαὶ βαφαί, dub. sens. in Zos.Alch.p.246B., cf. p.228, 239, al.

German (Pape)

[Seite 1296] zur Zeit gehörig, sie betreffend, Sp., auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

καιρικός: -ή, -όν, τοῦ καιροῦ, ἀνήκων εἰς τὸν καιρόν, Εὐστ. 17. 3. -Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. ἐν Πονηματ. 266. 94.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM καιρικός, -ή, -όν) καιρός
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στον καιρό, δηλ. στην ατμοσφαιρική κατάσταση, ο ατμοσφαιρικός («καλές καιρικές συνθήκες»)
2. αυτός που οφείλεται στον καιρό («καιρικές αλλοιώσεις τών αρχαίων μνημείων»)
μσν.
γραμμ. ο χρονικός
αρχ.
1. αυτός που γίνεται έγκαιρα, ο επίκαιρος
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εποχή
3. αστρολ. αυτός που ανήκει στη χρονική περίοδο αστέρα
4. (για ώρες) αυτός που έχει άνιση διάρκεια, αυτός του οποίου η διάρκεια ποικίλλει αναλόγως του μήκους και της εποχής.
επίρρ...
καιρικῶς (Μ)
με καιρικό τρόπο.