μαχαιρᾶς
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
ᾶ, ὁ,
A cutler, POxy.1676.6 (iii A. D.).
Greek Monolingual
ο (Α μαχαιρᾱς) μάχαιρα
ο κατασκευαστής μαχαιριών, ο μαχαιροποιός
νεοελλ.
αυτός που είναι συνήθως οπλισμένος με μαχαίρι και το χρησιμοποιεί στις συμπλοκές ή στις φιλονικίες του, ο μαχαιροβγάλτης.