μαινόλης

From LSJ
Revision as of 03:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαινόλης Medium diacritics: μαινόλης Low diacritics: μαινόλης Capitals: ΜΑΙΝΟΛΗΣ
Transliteration A: mainólēs Transliteration B: mainolēs Transliteration C: mainolis Beta Code: maino/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A raving, frenzied, μαινόλᾳ θύμῳ Sapph.1.18; a name of Dionysus, Ph.1.351, Corn.ND30:—fem. μαινόλις, not found in gen., B.Scol.Oxy.11; διάνοιαν μαινόλιν A.Supp.109 (lyr.); ἀσέβεια μ. prob. cj. in E.Or.823 (lyr.).    II Act., maddening, of wine, Plu.2.462b. (From μαίνομαι, as φαινόλης from φαίνομαι.)

Greek (Liddell-Scott)

μαινόλης: -ου, ὁ, μαινόμενος, παράφρων, τρελλός, μαινόλᾳ θυμῷ Σαπφὼ 1. 18· ὄνομα τοῦ Βάκχου, Κλήμ. Ἀλ. 11, πρβλ. 3· - θηλ. μαινόλις, μὴ ἀπαντῶν ἐν τῇ γεν. (ἔχομεν δὲ καὶ ἀνώμαλ. ὀνομ. πληθ. μαινόλεις παρὰ μεταγενεστέροις, Λοβεκ. Παραλ. 267), διάνοιαν μαινόλιν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 109· ἀσέβεια μ. Εὐρ. Ὀρ. 823. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων μανίαν, ἐπὶ οἴνου, Πλούτ. 2. 462Α. (Ἐκ τοῦ μαίνομαι, ὡς τὸ φαινόλης ἐκ τοῦ φαίνομαι).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui agite d’un transport furieux.
Étymologie: μαίνομαι.

Greek Monolingual

μαινόλης και μαινόλας, ὁ, θηλ. μαινόλις (Α)
1. τρελός, παράφρων («μαινόλα θυμῷ», Σαπφ.)
2. (για τον οίνο) αυτός που κάνει κάποιον μανιώδη
3. επίκληση του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαίνομαι + επίθημα -όλης (πρβλ. αρμ. -οl), πρβλ. κοι-όλης, φαινόλης.

Greek Monotonic

μαινόλης: -ου, ὁ (μαίνομαι), αυτός που μαίνεται, που βρίσκεται σε παραλήρημα, σε Σαπφώ.

Russian (Dvoretsky)

μαινόλης: дор. μαινόλας, ου adj. m
1) охваченный безумием, исступленный (Βάκχος Plut.; θυμός Sappho);
2) повергающий в исступление, опьяняющий (οἶνος Plut.).

Middle Liddell

μαινόλης, ου, ὁ, μαίνομαι
raving, frenzied, Sapph..