μονάγκων

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονάγκων Medium diacritics: μονάγκων Low diacritics: μονάγκων Capitals: ΜΟΝΑΓΚΩΝ
Transliteration A: monánkōn Transliteration B: monankōn Transliteration C: monagkon Beta Code: mona/gkwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A one-armed engine to throw projectiles, Ph.Bel. 91.36 (pl.), Apollod.Poliorc.188.6(pl.), al.

German (Pape)

[Seite 201] ωνος, ὁ, mit einem Ellenbogen, eine Maschine, die mit einem anprellenden Arme, ἀγκών, Steine schleuderte, onager, Mathem. vett.

Greek (Liddell-Scott)

μονάγκων: -ωνος, ὁ, πολεμικὴ μηχανὴ μετὰ ἑνὸς μόνον κινητοῦ βραχίονος, πρὸς ἐξακόντισιν βελῶν κτλ., ὅμοιον τῷ καταπέλτῃ, Λατ. onager, Φίλων Βελοπ. σ. 91.

Greek Monolingual

μονάγκων, -ωνος, ὁ (Α)
είδος πολεμικής μηχανής η οποία είχε έναν μόνο κινητό αγκώνα, δηλ. έναν μόνον βλητικό κινούμενο μοχλό, ο οποίος στηριζόταν πάνω σε κάθετο στήριγμα και χρησίμευε στην εξακόντιση λίθων ή και εμπρηστικών υλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόν(ο)- + ἀγκών, -ῶνος «κλείδωση, βραχίονας»)].