νήκεστος

From LSJ
Revision as of 11:55, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νήκεστος Medium diacritics: νήκεστος Low diacritics: νήκεστος Capitals: ΝΗΚΕΣΤΟΣ
Transliteration A: nḗkestos Transliteration B: nēkestos Transliteration C: nikestos Beta Code: nh/kestos

English (LSJ)

ον, (νη-, ἀκέομαι)

   A incurable, neut. as Adv., incurably, ὅς κε… νήκεστον ἀασθῇ ib. 283.

German (Pape)

[Seite 251] unheilbar (ἀκεστός), Hes. O. 285.

Greek (Liddell-Scott)

νήκεστος: -ον, (νη-, ἀκέομαι) ἀνίατος, οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἀνιάτως, ὅς κε... νήκεστον ἀασθῇ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 281.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
incurable.
Étymologie: νη-, ἀκέομαι.

Greek Monolingual

νήκεστος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν θεραπεύεται, ο ανίατος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) νήκεστον
ανίατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + ἀκεστός (< ἀκέομαι «θεραπεύω»), πρβλ. ευ-άκεστος].

Greek Monotonic

νήκεστος: -ον (νη-, ἀκέομαι), αθεράπευτος· το ουδ. ως επίρρ., αθεράπευτα, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

νήκεστος: неисцелимый, неизлечимый: νήκεστον HH (v. l. μήκιστον), Hes. неисцелимо.

Middle Liddell

νή-κεστος, ον, [νη-, ἀκέομαι
incurable, neut. as adv. incurably, Hes.