νυκτοφαίνουσα
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
ἡ, =
A Nocticula, i.e. Noctiluca, Gloss.
Greek Monolingual
νυκτοφαίνουσα, ἡ (Α)
αυτή που λάμπει τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + φαίνω / φαίνομαι].