περισσοδάκτυλος
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
ον,
A with more than the usual number of fingers or toes, Gp.14.7.9.
German (Pape)
[Seite 592] mit überzähligen Fingern.
Greek (Liddell-Scott)
περισσοδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων πλείονας τῶν δύο δακτύλους τῶν χειρῶν ἢ τῶν ποδῶν, Γεωπ. 14. 7, 9.
Greek Monolingual
-η, -ο και περιττοδάκτυλος, -η, -ο / περισσοδάκτυλος, -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. περιττοδάκτυλος, -ον Α
αυτός που έχει περισσότερα από τον κανονικό αριθμό δάκτυλα του χεριού ή του ποδιού («τοῑς ὄγκοις μεγάλαι καὶ περιττοδάκτυλοι», Γεωπ.)
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα περισσοδάκτυλα και περιττοδάκτυλα
ζωολ. τάξη οπληφόρων φυτοφάγων θηλαστικών που χαρακτηρίζονται από περιττό αριθμό δακτύλων τουλάχιστον στα πίσω πόδια τους, τάξη που περιλαμβάνει 15 αρτίγονα ήδη κατανεμημένα σε τρεις οικογένειες, τα ιππόμορφα, τους ρινοκέρους και τους ταπίρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. περισσός / περιττός + -δάκτυλος (< δάκτυλος), πρβλ. μονο-δάκτυλος. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. perissodactyla.