σύαγρος

From LSJ
Revision as of 12:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῠαγρος Medium diacritics: σύαγρος Low diacritics: σύαγρος Capitals: ΣΥΑΓΡΟΣ
Transliteration A: sýagros Transliteration B: syagros Transliteration C: syagros Beta Code: su/agros

English (LSJ)

ὁ, name of a dog, S.Fr.154.    II = σῦς ἄγριος or ἀγρία, wild boar or sow, wild swine, Antiph.42, Dionys.Trag.1.2, PRyl.238.3 (iii A.D.), etc.; σ. ἄρρην Gal.12.633; un-Attic acc. to Phryn.358.    III name of a kind of frankincense, Dsc.1.68 codd. (Συάγριος cj. Wellmann, i.e. obtained from Σύαγρος in Arabia).    2 a kind of date, Plin.HN13.42.

German (Pape)

[Seite 960] ὁ, der wilde Schweine jagt, von Hunden, Soph. frg. 166 bei Ath. X, 401 d. – Bei Sp. = σῦς ἄγριος, das wilde Schwein, der Eber, vgl. Lob. Phryn. p. 387 u. Ath. a. a. O.

Greek (Liddell-Scott)

σύαγρος: ὁ, (σῦς, ἄγρα) ὁ ἀγρεύων ἀγρίους χοίρους, ἐπὶ θηρευτικοῦ κυνός, Σοφ. Ἀποσπ. 166. ΙΙ. = σῦς ἄγριος, ἀγριόχοιρος, Ἀντιφάνης ἐν «Ἁρπαζομένῃ» 1, Διονύσ. παρ’ Ἀθην. 401F, κτλ.· ἀλλ’ οὐδέποτε ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττικῷ λόγῳ, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 381. ΙΙΙ. εἶδος ξανθοῦ λιβάνου, ὅστις καλεῖται καὶ ἔντομος, Διοσκ. 1. 81.

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΜΑ
αγριόχοιρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + -αγρός (< ἀγρός), πρβλ. ἵππ-αγρος].
(II)
ὁ, Α
(για κυνηγετικό σκύλο) αυτός που κυνηγά αγριόχοιρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + -αγρός (< ἄγρα), πρβλ. θήρ-αγρος, μύ-αγρος].
(III)
ο, ΝΑ και δ. γρφ. συάγρίος Α Σύαγρος
νεοελλ.
βοτ. γένος φυτών
αρχ.
1. είδος λιβάνου από τον Σύαγρο της Αραβίας
2. ο καρπός της χουρμαδιάς, χουρμάς.

Russian (Dvoretsky)

σύαγρος: ὁ охотник на кабанов Soph.