φιλήτης
Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt
English (LSJ)
ου, ὁ,
A thief, voc. φιλῆτα Archil.46, h.Merc.446; φῶτες φιλῆται ib.67; φιλητέων ὄρχαμος ib.175 (prob.); φιλήτης ἀνήρ A.Ch. 987 (1001); ὅρκος γὰρ οὐδεὶς ἀνδρὶ φιλήτῃ βαρύς S.Fr.933, cf. Ichn. 332; ὃς δὲ γυναικὶ πέποιθε, πέποιθ' ὅ γε φιλήτῃσι Hes.Op.375; Ἑρμῆς φιλήτης Hellanic.19 (b) J.; Ἑρμῆς φιλητῶν ἄναξ E.Rh.217; τῶν φιλητέων . . ἄνακτα (sc. Ἑρμῆν) Epigr.Gr.1108 (Chios, date unknown); φιλήτης ὁ Ἔρως καλοῖτ' ἄν AP5.308 (Dioph.); οὐκέτι χεῖρες ἔπαγροι φιλητέων Call.Hec.1.4.11; latronum more, quos φιλήτας (hostilistas, stilistas, psti[l]listas, codd.) Aegyptii vocant, Seneca Ep.51.13. (The spelling φιλ-, which is proved correct by φιλατία (q. v.), is found in Epigr.Gr.l. c., the Papyri of S.Ichn.l. c., Hellanic. l. c., Call. l. c. (tab. lign.), and the best codd. of the remaining Gr. passages, cf. Trypho and Hdn.Gr. ap. Choerob. in An.Ox.2.271; φιλ- also in Hsch., Suid.; φηλ- has MS. authority in Hes. l. c. (φιλ- Sch.Vett. cited by Eust.194.31), E. l. c., etc.)
Greek Monolingual
και φηλήτης, ὁ, Α
απατεώνας, κλέφτης, λωποδύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.. Η υπόθεση τών Αρχαίων ότι η λ. φιλήτης έχει σχηματιστεί από το απρμφ. αορ. ὑφελέσθαι του ρ. ὑφαιρῶ, -οῦμαι «ληστεύω, αφαιρώ, αποσπώ», μέσω ενός αμάρτυρου τ. ὑφειλέτης παραμένει ανεπιβεβαίωτη. Εξάλλου, η γρφ. φηλήτης είναι μτγν., οφείλεται σε παρετυμολ. επίδραση της λ. φηλός «απατεώνας» και δεν διευκολύνει την ετυμολόγηση της λ.].
Frisk Etymology German
φιλήτης: {philḗtēs}
Meaning: Betrüger, Dieb
Etymology : sehr gewöhnliche (und richtige?) Schreibung für φηλήτης; s. φηλός. Die ι-Form steht etymologisch isoliert.
Page 2,1017