εἰσκομιδή

From LSJ
Revision as of 21:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσκομῐδή Medium diacritics: εἰσκομιδή Low diacritics: εισκομιδή Capitals: ΕΙΣΚΟΜΙΔΗ
Transliteration A: eiskomidḗ Transliteration B: eiskomidē Transliteration C: eiskomidi Beta Code: ei)skomidh/

English (LSJ)

ἡ,

   A importation of supplies, ἡ ἐσκομιδὴ τῶν ἐπιτηδείων Th.7.4: pl., ib.24; bringing in, Orib.Eup.3.7.5.

German (Pape)

[Seite 743] ἡ, das Hineinbringen, die Einfuhr, τῶν ἐπιτηδείων Thuc. 7, 4, vgl. 24.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσκομιδή: ἡ, τὸ εἰσκομίζειν, εἰσαγωγή, ἡ ἐσκομιδὴ τῶν ἐπιτηδείων Θουκ. 7. 4· οὕτως, αἱ ἐσκομιδαὶ αὐτόθι 24.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
anc. att. ἐσκομιδή;
importation, introduction.
Étymologie: εἰς, κομιδή.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ

• Alolema(s): ἐσ- Th.7.4, 24
traída, aprovisionamiento frec. c. gen. obj. τῶν ἐπιτηδείων Th.7.4, cf. 24, ὅπλων Aen.Tact.29 tít., cf. I.BI 5.493, τῶν ἀναγκαίων Men.Prot.25.2.10
econ. entrada, ingreso ἡ τῶν δημοσίων εἰ. ... καὶ αἱ ἄλλαι δαπάναι Iust.Nou.128.15, cf. Edict.13.14, 18, 9.2.

Greek Monolingual

εἰσκομιδή, η (Α)
1. εισαγωγή, τροφίμων στην πόλη
2. εισαγωγή της σοδειάς από τους αγρούς στην πόλη ή σε αποθήκες
3. εισαγωγή.

Greek Monotonic

εἰσκομιδή: ἡ, εισαγωγή προμηθειών ή εφοδίων, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

εἰσκομῐδή: староатт. ἐσκομιδή ἡ ввоз (τῶν ἐπιτηδείων Thuc.).

Middle Liddell

εἰσκομιδή, ἡ,
importation of supplies, Thuc. [from εἰσκομίζω